θεοποιώ

θεοποιώ
θεοποίησα, θεοποιήθηκα, θεοποιημένος
1. κάνω κάποιον θεό: Οι αρχαίοι Έλληνες θεοποίησαν τον έρωτα.
2. εξυμνώ πολύ, αποθεώνω, αποδίδω ιδιότητες θεού σε κάποιον: Οι οπαδοί αυτού του κόμματος έχουν θεοποιήσει τον αρχηγό τους. – Στην εποχή μας οι ποδοσφαιριστές έχουν θεοποιηθεί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θεοποιώ — θεοποιώ, θεοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θεοποιώ — (AM θεοποιῶ, έω) [θεοποιός] κάνω κάποιον θεό, εξυψώνω κάποιον και τόν κατατάσσω μεταξύ τών θεών, θεωρώ κάποιον ως θεό νεοελλ. σέβομαι κάτι σαν θεό («θεοποίησε το χρήμα») μσν. αρχ. καθιστώ κάποιον μέτοχο τής θείας φύσεως …   Dictionary of Greek

  • θεοποιῷ — θεοποιός making gods masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • απαθανατίζω — (Α ἀπαθανατίζω) νεοελλ. δίνω σε κάτι αθανασία, το διατηρώ με την τέχνη, τη φωτογραφία κ.λπ. αρχ. 1. τείνω προς την αθανασία, προσπαθώ να γίνω αθάνατος 2. θεοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + αθανατίζω < αθάνατος. Ο τ. αποθανατίζω οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • αποθεώνω — (AM ἀποθεῶ, όω) θεοποιώ κάποιον, από θνητό τον μεταβάλλω σε αθάνατο νεοελλ. 1. αποδίδω σε κάποιον θεϊκές τιμές, τον τιμώ σαν θεό 2. εκθειάζω, εξυμνώ, περιβάλλω με δόξα 3. υποδέχομαι κάποιον με μεγάλο ενθουσιασμό, τον ζητωκραυγάζω 4. ταλαιπωρώ… …   Dictionary of Greek

  • εκθειάζω — (Α ἐκθειάζω και ἐκθειῶ, όω) εξαίρω με επαίνους, εγκωμιάζω αρχ. 1. θεοποιώ, αποθεώνω 2. τοποθετώ κάποιον σε ίση μοίρα με τους θεούς, λατρεύω ως θεό 3. (για πράγμ.) καθιστώ κάτι αντικείμενο λατρείας …   Dictionary of Greek

  • εκθεώ — ἐκθεῶ ( όω) (Α) θεοποιώ, αποθεώνω 2. (για ναό ή ιερό τόπο) εγκαινιάζω 3. πνίγω ιερό ζώο για μαγικούς σκοπούς …   Dictionary of Greek

  • θειάζω — (Α) [θείος (Ι)] 1. είμαι εμπνευσμένος, έχω θεία έμπνευση και μαντεύω, προφητεύω («ὁπόσοι τι τότε αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν» και όσοι τους έκαναν να ελπίσουν με μαντείες, Θουκ.) 2. λαμβάνω θεία έμπνευση («θειάζει καὶ θεοφορεῖται» είναι θεϊκά… …   Dictionary of Greek

  • θειοποιώ — θειοποιῶ, έω (Α) θεοποιώ, κάνω κάποιον ή κάτι θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + ποιώ (< ποιός < ποιώ), πρβλ. θαυματο ποιώ (< θαυματο ποιός), λιθο ποιώ (< λιθο ποιός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”